- ίνωμα
- Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο είναι ινομύωμα (βλ. λ.), καλοήθης όγκος, που αποτελείται όχι μόνο από συνδετικό ιστό αλλά και από λείο μυϊκό ιστό. Η θεραπευτική αγωγή του ι., στους διάφορους τύπους και εντοπίσεις του, είναι πάντα η χειρουργική αφαίρεση.
* * *τοιατρ. καλοήθης όγκος τού συνδετικού ιστού αποτελούμενος από ινοβλάστες.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fibrome < fibr- < fibre «ίνα» + καταλ. -oma. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Κωνστ. Π. Δηλιγιάννη].
Dictionary of Greek. 2013.